Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφάσι
2 εγγραφές [1 - 2]
καφάσι 1 το [kafási] Ο44 : 1. μικρό κιβώτιο, συνήθ. ξύλινο, με διάκενα για την τοποθέτηση και τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών· τελάρο1: Ένα ~ πορτοκάλια / μήλα. 2. ξύλινο δικτυωτό πλέγμα που το τοποθετούσαν στα παράθυρα των μουσουλμανικών σπιτιών ή στους γυναικωνίτες των χριστιανικών εκκλησιών για να προφυλάξουν τις γυναίκες από τα βλέμματα των ανδρών.

[μσν. καφάσι < τουρκ. kafes (από τα αραβ.) διαλεκτ. kafas ]

καφάσι 2 το : (λαϊκ.) το κεφάλι, μόνο στη ΦΡ θα μου φύγει το ~, θα τρελαθώ.

[τουρκ. kafa ίσως παρετυμ. καφάσι 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες