Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καυχησιάρης
1 εγγραφή
καυχησιάρης ο [kafxisxáris] Ο11 θηλ. καυχησιάρα [kafxisxára] Ο25α : (οικ.) αυτός που έχει την τάση να καυχιέται.

[μσν. καυχησιάρης < καυχησ(ιά) -ιάρης· καυχησιάρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες