Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσιποδιά
1 εγγραφή
κατσιποδιά η [katsipoδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) κακοτυχία, γρουσουζιά.

[ίσως *κατσικοποδιά (< κατσίκ(α) -ο- + πόδ(ι) -ιά) με απλολ. [kopo > po] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες