Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσάδα
1 εγγραφή
κατσάδα η [katsáδa] Ο25α : επιτίμηση με έντονο τρόπο, συνήθ. ως αποτέλεσμα στιγμιαίας οργής: Mου ΄βαλε μια / έφαγα ~!

[βεν. cazzada `καλαμπούρι, χλευασμός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες