Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατοπτεύω
1 εγγραφή
κατοπτεύω [katoptévo] Ρ5.1α : από ένα υψηλό σημείο παρατηρώ, ανιχνεύω ή ελέγχω με το βλέμμα μια περιοχή: Aπό την κορυφή του λόφου κατόπτευε την κοιλάδα.

[λόγ. < ελνστ. κατοπτεύω `εξετάζω με προσοχή, κατασκοπεύω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες