Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατονομάζω [katonomázo] -ομαι Ρ2.1 : αναφέρομαι σε κπ. ή σε κτ. με το όνομά του: Aναφέρθηκε σε πρόσωπα χωρίς να τα κατονομάσει. Kατηγόρησε την κυβέρνηση για σημαντικά λάθη, τα οποία όμως δεν κατονόμασε, δεν τα ανέφερε ή δεν τα αποκάλυψε. || αποκαλύπτω, κάνω γνωστό το όνομα κάποιου εναντίον του οποίου στρέφονται υπόνοιες ή υπάρχουν καταγγελίες για συμμετοχή σε σκάνδαλο, απάτη κτλ.: Θέλουμε να κατονομάσεις τον πραγματικό ένοχο.
[λόγ. < αρχ. κατονομάζω `δίνω όνομα΄ σημδ. γαλλ. dénommer]