Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατιών
1 εγγραφή
κατιών -ούσα -όν [katión] Ε12α : (λόγ., σε ειδικές μόνο χρήσεις) α. που κατεβαίνει, που προχωρεί προς τα κάτω. ANT ανιών: Kατιούσα τάξη, σειρά, κατάταξη από το συνθετότερο στο απλούστερο, από το πιο γενικό στο μερικό, από το πιο δυνατό στο ασθενέστερο, κτλ. || (μουσ.) Kατιούσα κλίμακα / διαδοχή φθόγγων, από τους οξύτερους μουσικούς φθόγγους στους βαρύτερους. || Kατιόντες χαρακτήρες, τα σημεία που παριστάνουν τους οξύτερους φθόγγους ή (ειδ. στη βυζαντινή μουσική) το κατέβασμα της φωνής από τους οξύτερους στους βαρύτερους φθόγγους. || (μαθημ.) κατιούσα πρόοδος, που οι όροι της μειώνονται. || (φυσ., ως ουσ.) το κατιόν*. ΦΡ παίρνω την κατιούσα, για συνεχή πτωτική πορεία: H επιχείρηση πήρε την κατιούσα. Ήταν πρώτη μαθήτρια, αλλά τώρα πήρε την κατιούσα· ΣYN ΦΡ παίρνω την κάτω βόλτα. β. (νομ.) κατιόντες συγγενείς και ως ουσ. οι κατιόντες, που κατάγονται κατευθείαν από κπ., οι κατευθείαν απόγονοι κάποιου, όπως οι γιοι, οι εγγονοί, οι δισεγγονοί κτλ.

[λόγ.: β: μσν. κατιών (στη σημερ. σημ.) < αρχ. κατιών μτχ. του κάτειμι `κατεβαίνω προς τα κάτω΄· α: σημδ. γαλλ. gamme descendente]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες