Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατιτίς
1 εγγραφή
κατιτίς [katitís] αντων. αόρ. (άκλ.) : (λαϊκότρ., προφ.) κατιτί: Ελάτε, εγγονάκια μου, έχω ~ να σας δώσω. || το κατιτίς, για κτ. το επιπλέον, το σημαντικό, το ιδιαίτερο: Mεγάλωσαν τα παιδιά και θέλουν το ~ τους. Διαφέρει, έχει το ~ του.

[< κατιτί με προσθήκη κατά το τίποτις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες