Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατιμάς ο [katimás] Ο1 : (οικ.) τμήμα σφαγίου που θεωρείται πολύ κακής ποιότητας.
[τουρκ. katma `πρόσθετο κομμάτι΄ -ς με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[τουρκ. katma `πρόσθετο κομμάτι΄ -ς με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |