Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατιμάς
1 εγγραφή
κατιμάς ο [katimás] Ο1 : (οικ.) τμήμα σφαγίου που θεωρείται πολύ κακής ποιότητας.

[τουρκ. katma `πρόσθετο κομμάτι΄ με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες