Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατηχούμενος
1 εγγραφή
κατηχούμενος ο [katixúmenos] Ο19 θηλ. κατηχούμενη [katixúmeni] Ο32 γεν. κατηχουμένων : στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και πριν από την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού, αυτός που προετοιμαζόταν, με την κατήχηση, να δεχτεί το βάπτισμα.

[λόγ. < ελνστ. κατηχούμενος μπε. του κατηχῶ· λόγ. κατηχούμεν(ος) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες