Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατηγορούμενος
1 εγγραφή
κατηγορούμενος -η -ο [katiγorúmenos] Ε5 : που κατηγορείται για κτ., συνήθ. ως ουσ. ο κατηγορούμενος, θηλ. κατηγορουμένη και κατηγορούμενη 1. (νομ.) αυτός εναντίον του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη, αυτός στον οποίο αποδίδεται μια αξιόποινη πράξη και εναντίον του οποίου διατάχτηκε ανάκριση ή αυτός εναντίον του οποίου κατατέθηκε μήνυση: Ο ~ παρουσιάστηκε στον ανακριτή για να απολογηθεί. Ο ~ απαλλάχτηκε από την κατηγορία. Ο ~ δικάστηκε και καταδικάστηκε / αθωώθηκε. Ο συνήγορος / η υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Είναι ~ για ληστεία / για φόνο / για πλαστογραφία / για διατάραξη κοινής ησυχίας. 2α. αυτός στον οποίο αποδίδουμε μια αξιόμεμπτη πράξη ή αυτός που θεωρείται υπεύθυνος για μια αστοχία, μια παράλειψη κτλ.: H (τάδε) χώρα είναι κατηγορούμενη για παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Πάλι εγώ είμαι ο ~ για την αποτυχία του σχεδίου μας; β. για κτ. που θεωρείται υπεύθυνο για μια δυσάρεστη κατάσταση: Tο τσιγάρο είναι ο κύριος ~ για τον καρκίνο του πνεύμονα.

[λόγ. επίθ. < αρχ. πληθ. οἱ κατηγορούμενοι μππ. του κατηγορῶ & σημδ. γαλλ. accusé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες