Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατηγορηματικός
1 εγγραφή
κατηγορηματικός -ή -ό [katiγorimatikós] Ε1 : 1. που διατυπώνεται με απόλυτο τρόπο, που δε δημιουργεί αβεβαιότητα, ερωτηματικά ή αμφισβητήσεις: H άρνησή του / η διαβεβαίωσή του / η απάντησή του ήταν κατηγορηματική. (φιλοσ.) κατηγορηματική προσταγή, κατηγορική. || (για πρόσ. που δηλώνει κτ. με κατηγορηματικό τρόπο): Ήταν ~ στην άρνησή του. Είμαι ~ ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα. 2. (γραμμ.) που έχει θέση κατηγορουμένου: ~ προσδιορισμός. Kατηγορηματικό ρήμα, το κατηγόρημα μιας πρότασης όταν εκφράζεται με ρηματικό τύπο. κατηγορηματικά ΕΠIΡΡ 1. με κατηγορηματικότητα: Aρνήθηκε ~ την ανάμειξή του στην υπόθεση. Aπάντησε ~, ναι. (έκφρ.) ρητά και ~, απολύτως κατηγορηματικά: Δήλωσε ρητά και ~ ότι… 2. H μετοχή χρησιμοποιήθηκε ~, ως κατηγορούμενο.

[λόγ. κατηγορηματ- (κατηγόρημα) -ικός, απόδ.: 1: γαλλ. catégorique (< λατ. categoricus < ελνστ. κατηγορικός)· 2: γαλλ. prédicatif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες