Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεστημένο
2 εγγραφές [1 - 2]
κατεστημένο το [katestiméno] Ο39 : κλειστή ομάδα ατόμων που κατορθώνουν, από τις καίριες θέσεις που κατέχουν στους διάφορους τομείς της δημόσιας ή ιδιωτικής ζωής, να ελέγχουν κάθε εξέλιξη και να εμποδίζουν κάθε ανανέωση που θα μπορούσε να κλονίσει την ισχύ τους μέσα στην κοινωνία: Tο πολιτικό / το στρατιωτικό / το οικονομικό ~. Είναι άνθρωπος του κατεστημένου, που ανήκει στο κατεστημένο. H νεολαία αμφισβήτησε το ~. Aγώνας ενάντια στο ~.

[λόγ. ουδ. μππ. με βάση τον αόρ. κατέστην του αρχ. ρ. καθίστημι `τοποθετώ, καθορίζω, εγκαθίσταμαι΄ (σύγκρ. καθεστώς) απόδ. αγγλ. establishment]

κατεστημένος -η -ο [katestiménos] Ε3 : που είναι καθιερωμένος και παγιωμένος και του οποίου οι φορείς αντιδρούν συνήθ. σε κάθε εξέλιξη ή μεταβολή του: H κατεστημένη τάξη (των πραγμάτων), το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς που παραδοσιακά ισχύει, η καθεστηκυία τάξη. Οι κατεστημένες κοινωνικές αξίες. Οι κατεστημένοι γλωσσικοί μηχανισμοί. Οι κατεστημένοι θεσμοί. || (ως ουσ.) το κατεστημένο*.

[λόγ. επίθ. < κατεστημένο απόδ. αγγλ. established]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες