Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεργάρης
1 εγγραφή
κατεργάρης ο [katerγáris] Ο11 πληθ. και κατεργαραίοι θηλ. κατεργάρα [katerγára] Ο25α : χαρακτηρισμός ανθρώπου που με μικροαπάτες ή με διάφορα τεχνάσματα προσπαθεί να πετύχει κτ. || (συναισθ., πειραχτικά) αυτός που με έξυπνο, πονηρό αλλά και αφοπλιστικό τρόπο καταφέρνει να ικανοποιεί τις επιθυμίες του: Bρε κατεργάρη, τι σοφίστηκες πάλι; Είσαι εσύ μια κατεργάρα! (έκφρ.) μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια. ΦΡ κάθε ~ στον πάγκο του, για να δηλώσουμε ότι έφτασε η ώρα να γυρίσει ο καθένας στη δουλειά του, ύστερα από μια μεγάλη συνήθ. διακοπή. || (ως επίθ.): Kατεργάρα γυναίκα. κατεργαράκος ο YΠΟKΟΡ. κατεργαρούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κατεργάρης `κωπηλάτης σε κάτεργο (συνήθ. κατάδικος), πανούργος΄ < κάτεργ(ον) -άρης· κατεργάρ(ης) -α· κατεργάρ(ης) -άκος· κατεργάρ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες