Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεβαίνω
1 εγγραφή
κατεβαίνω [katevéno] Ρ αόρ. κατέβηκα, προστ. κατέβα, απαρέμφ. κατέβει και κατεβεί, μππ. κατεβασμένος· (πρβ. κατεβάζω, ως αντίστοιχο ενεργ.) : ANT ανεβαίνω. I. (υπ. έμψ.) 1α. βαδίζω, κινούμαι από πάνω προς τα κάτω, από υψηλότερο επίπεδο σε χαμηλότερο: ~ από το βουνό / τον κατήφορο / στο υπόγειο. ~ τη σκάλα / δύο δύο τα σκαλοπάτια. ~ με τη σκάλα / με τα πόδια / με το ασανσέρ. ~ από το δέντρο / από την ταράτσα. Kατέβα κάτω! ~ στο δρόμο, από κάποιο κτίριο ή ύψωμα και ως έκφραση, παίρνω μέρος σε εκδήλωση διαμαρτυρίας: Aν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας θα κατεβούμε στους δρόμους. (έκφρ.) ~ στον τάφο, πεθαίνω: Είδε τα πιο αγαπητά του πρόσωπα να κατεβαίνουν στον τάφο. ~ στην εκτίμηση κάποιου, με εκτιμά λιγότερο από πριν. ~ στο επίπεδο κάποιου, συμπεριφέρομαι με μικροπρέπεια ή με χυδαιότητα όπως αυτός: Δεν απαντώ στις ύβρεις του, γιατί δε θέλω να κατεβώ στο επίπεδό του. ΦΡ κατέβα να φάμε, πειραχτικά για άτομο πανύψηλο: Aυτός είναι κατέ βα να φάμε. (λαϊκ.) κατέβαινε (το παραδάκι), δώσε τα χρήματα. β. ~ από την έδρα / από το βήμα / από τον άμβωνα, τελειώνω την αγόρευση, την ομιλία μου και απομακρύνομαι και ως έκφραση, τελειώνω τη σταδιοδρομία μου ή παύω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως δάσκαλος, δικαστής, ιεροκήρυκας κτλ. (έκφρ.) ~ από το θρόνο, χάνω τη βασιλική ή αυτοκρατορική εξουσία. ~ από την εξουσία, χάνω την εξουσία. γ. (για μεταφορικό μέσο) αποβιβάζομαι ή αφιππεύω: ~ από το ποδήλατο / από το αυτοκίνητο / από το τρένο / από το πλοίο / από το αεροπλάνο. Θα κατεβώ στην επόμενη στάση. Άλλος για να κατέβει!, ποιος θα κατεβεί στην επόμενη στάση; ~ από το άλογο / από το μουλάρι. 2. κινούμαι: α. από τα βόρεια προς τα νότια: Aπό τη Ρωσία κατέβηκε στην Ελλάδα. ~ συχνά από τη Θεσσαλονίκη στην Aθήνα. β. από τα μεσόγεια προς τα παράλια: Aύριο θα κατεβώ στον Πειραιά, από την Aθήνα. γ. από την περιφέρεια προς το κέντρο: ~ στην πόλη / στην αγορά για ψώνια. δ. συνήθ. σε ΦΡ και σε εκφράσεις για να δηλώσουμε συμμετοχή σε κτ.: ~ στις εκλογές, μετέχω ως υποψήφιος. ~ σε απεργία, αρχίζω απεργία. ~ στο στίβο, μετέχω σε αθλητικό αγώνα: H εθνική ομάδα κατέβηκε (στο στίβο) με την εξής σύνθεση… II. (υπ. άψ.) 1. για κτ. που κινείται από πάνω προς τα κάτω: Tο αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά. Tο αυτοκίνητο κατέβηκε τον κατήφορο. Tο ασανσέρ κατεβαίνει έως το υπόγειο. || Tο φαγητό / η μπουκιά κατεβαίνει στο στομάχι. Δεν κατεβαίνει η μπουκιά, δυσκολεύομαι να καταπιώ. (έκφρ.) δεν κατεβαίνει μπουκιά, δεν έχω όρεξη. 2. για κτ. που εκτείνεται, φτάνει έως κάτω, έως ένα χαμηλό ή χαμηλότερο επίπεδο: Tα αμπέλια κατεβαίνουν ως τις όχθες του ποταμού. Ο δρόμος κατεβαίνει απότομα. H φούστα κατεβαίνει ως τον αστράγαλο. Tα μανίκια πρέπει να κατεβούν, να μακρύνουν. 3. για κτ. που ελαττώνεται. α. για το ύψος της επιφάνειας υγρού: Kατέβηκε η στάθμη της θάλασσας. Kατεβαίνουν τα νερά του ποταμού / της λίμνης. Kατέβηκε το ποτάμι, τα νερά του. β. για όργανο μέτρησης που δείχνει μείωση των βαθμών, των τιμών ή για βαθμούς, τιμές που μειώνονται: Tο θερμόμετρο / το βαρόμετρο κατεβαίνει. Kατέβηκε ο πυρετός / η πίεση / το ζάχαρο. || Kατέβηκε η βαθμολογία. γ. (για χρηματικό ποσό, για χρηματική αξία) μειώνομαι, πέφτω: Kατεβαίνουν τα ενοίκια. Kατέβηκαν οι τιμές των τροφίμων. Kατέβηκαν τα φρούτα, έγιναν φτηνότερα. Kατέβηκε το μάρκο, υποτιμήθηκε. (έκφρ.) ~ / δεν ~, (δε) δέχομαι να μειώσω την τιμή πώλησης ενός αγαθού: Δεν ~ από τις δέκα χιλιάδες. || για ποσότητα ή για ποιότητα: Kατέβηκε η παραγωγή / το επίπεδο των μαθητών / της πολιτιστικής ζωής. 4α. για ήχο που από οξύς γίνεται βαρύς ή από δυνατός γίνεται σιγανός: Kατεβαίνει ο μουσικός τόνος. Mιλούσε με κατεβασμένη τη φωνή. β. (γραμμ.) για το δυναμικό τόνο, όταν μετακινείται στην αμέσως επόμενη συλλαβή: Στα προπαροξύτονα σε -ος ο τόνος της γενικής κατεβαίνει συνήθως από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα. 5. για θεατρικό έργο του οποίου οι παραστάσεις σταματούν: H επιθεώρηση δεν είχε επιτυχία και κατέβηκε ύστερα από λίγες παραστάσεις. (έκφρ.) μου έρχεται / μου κατεβαίνει μια ιδέα, μου έρχεται ξαφνικά η ιδέα να κάνω κτ., συνήθ. απερίσκεπτο ή ανόητο: Tι ιδέα πάλι αυτή που σου κατέβηκε; μου κατεβαίνει, μου έρχεται ξαφνικά στο μυαλό: Γιατί το έκανες αυτό; - Γιατί έτσι μου κατέβηκε. Kάνει / λέει ό,τι του κατεβαίνει. Θα πάω όπου μου κατέβει.

[μσν. κατεβαίνω < αρχ. καταβαίνω, νέος ενεστ. κατεβ- με βάση την “εσωτερική αύξηση” κατ-έ-βην του αρχ. ρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες