Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταψύχω
1 εγγραφή
καταψύχω [katapsíxo] -ομαι Ρ αόρ. κατέψυξα και κατάψυξα, απαρέμφ. καταψύξει, παθ. αόρ. καταψύχθηκα, απαρέμφ. καταψυχθεί, μππ. καταψυγμένος και κατεψυγμένος* : υποβάλλω κτ., συνήθ. τρόφιμα, σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία για να συντηρηθεί και να μην υποστεί φυσικές αλλοιώσεις: Tα ψάρια καταψύχονται μόλις αλιευθούν. Δεν επιτρέπεται να καταψύχονται πάλι τρόφιμα που έχουν αποψυχθεί. Kαταψυγμένα κοτόπουλα.

[λόγ. < αρχ. καταψύχω `δροσίζω, κρυώνω κτ.΄ σημδ. γαλλ. réfrigérer, surgeler ή αγγλ. refrigerate]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες