Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταφθάνω [katafθáno] Ρ αόρ. κατέφθασα, απαρέμφ. καταφθάσει & καταφτάνω [kataftáno] Ρ αόρ. κατέφτασα, απαρέμφ. καταφτάσει : φτάνω κάπου την τελευταία στιγμή ή απροειδοποίητα (συχνά για να δηλώσουμε κάποια μάλλον δυσάρεστη άφιξη): Kατέφθασε και αυτός τρέχοντας. Φοβάμαι μήπως μας καταφτάσει οικογενειακώς, για να τον φιλοξενήσουμε.
[λόγ. < ελνστ. καταφθάνω· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] (πρβ. και μσν. καταφτάνω `έρχομαι΄)]