Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταφρονητής
1 εγγραφή
καταφρονητής ο [katafronitís] Ο7 : αυτός που καταφρονεί κπ. ή κτ.

[καταφρονη- (καταφρονώ) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες