Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταφορά
1 εγγραφή
καταφορά η [kataforá] Ο24 : (λόγ.) η ενέργεια του καταφέρομαι, η έκφραση πολύ επικριτικών ή και υβριστικών κρίσεων για κπ. ή για κτ.

[λόγ. < ελνστ. καταφορά `επίθεση΄, αρχ. σημ.: `κάθοδος, πέσιμο΄ σημδ. γαλλ. invective]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες