Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καταφορά η [kataforá] Ο24 : (λόγ.) η ενέργεια του καταφέρομαι, η έκφραση πολύ επικριτικών ή και υβριστικών κρίσεων για κπ. ή για κτ.
[λόγ. < ελνστ. καταφορά `επίθεση΄, αρχ. σημ.: `κάθοδος, πέσιμο΄ σημδ. γαλλ. invective]



