Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατρομάζω
1 εγγραφή
κατατρομάζω [katatromázo] Ρ2.2α μππ. κατατρομαγμένος* : προκαλώ σε κπ. μεγάλο φόβο, τον τρομάζω πάρα πολύ: Mε κατατρόμαξες καθώς μπήκες ξαφνικά στο δωμάτιο / με όσα μου είπες. || αισθάνομαι μεγάλο φόβο, τρομάζω πάρα πολύ: Kατατρομάξαμε από το θόρυβο της έκρηξης.

[κατα- τρομάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες