Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατατεθείς -είσα -έν [katateθís] Ε12γ : (λόγ.) που κατατέθηκε: Tο κατατεθέν στην τράπεζα χρηματικό ποσό. H κατατεθείσα επερώτηση στη βουλή. Ο ~ προϋπολογισμός θα συζητηθεί στη βουλή. || (έκφρ.) σήμα* κατατεθέν.
[λόγ. μτχ. παθ. αορ. < αρχ. κατατίθημι `καταθέτω ποσό, τοποθετώ σε ασφαλές μέρος΄ μτφρδ. γαλλ. déposé, marque déposée]