Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταστρατήγηση
1 εγγραφή
καταστρατήγηση η [katastratíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταστρατηγώ, παράβαση που τυπικά μπορεί να μην είναι κολάσιμη: Mε συνεχείς καταστρατηγήσεις του οικοδομικού κανονισμού, οικοπεδοποιήθηκαν πολλά δάση.

[λόγ. καταστρατηγη- (καταστρατηγώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες