Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατασταλακτός -ή -ό [katastalaktós] & κατασταλαχτός -ή -ό [katastala xtós] Ε1 : για κτ. που το αφήνουν να κατασταλάξει, συνήθ. παρωχ., για τρόπο παρασκευής του καφέ: Kαφές ~, που τον περνούν από φίλτρο.
[λόγ. κατασταλακ- (κατασταλάζω) -τός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]