Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασπαράζω
1 εγγραφή
κατασπαράζω [katasparázo] -ομαι & κατασπαράσσω [katasparáso] -ομαι Ρ2.2 : 1. για άγριο ζώο που καταξεσκίζει, κατακομματιάζει το θύμα του: Ο λύκος κατασπάραξε τα πρόβατα. Tο πτώμα βρέθηκε κατασπαραγμένο από τα τσακάλια. 2α. (για πρόσ., σε σχήμα υπερβολής) τραυματίζω κπ. με τα νύχια μου: Tου επιτέθηκε και τον κατασπάραξε. β. (μτφ.) επιτίθεμαι με δριμύτητα εναντίον κάποιου: Mην του το πεις, γιατί θα σε κατασπαράξει.

[λόγ. < αρχ. κατασπαρά(σσω) μεταπλ. -ζω κατά το σπαράσσω > σπαράζω για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. < αρχ. κατασπαράσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες