Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατασκουριάζω [kataskurjázo] Ρ2.1α μππ. κατασκουριασμένος : σκουριάζω ή κάνω κτ. να σκουριάσει πάρα πολύ, συνήθ. στη μππ.: Kατασκουριασμένα κάγκελα.
[κατα- σκουριάζω]