Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατασκοπεύω [kataskopévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. παρακολουθώ κπ. κρυφά, προσπαθώ να μάθω, για προσωπικούς λόγους, τις κινήσεις και τις ενέργειές του χωρίς να με αντιληφθεί: Tον κατασκοπεύει διαρκώς για να συγκεντρώσει στοιχεία εναντίον του. Kατασκοπεύει όλη τη γειτονιά, πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρά της. 2. διενεργώ κατασκοπεία, προσπαθώ να μάθω κρυφά ή με παραπλανητικό τρόπο στρατιωτικά ή κρατικά μυστικά μιας ξένης χώρας.
[λόγ. < ελνστ. κατασκοπεύω (αρχ. κατασκοπῶ)]