Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατασκίζω [kataskízo] -ομαι & κατασχίζω [katas
ízo] -ομαι Ρ2.1 σπάν. αόρ. και κατέσχισα : 1. σκίζω κτ. πάρα πολύ, το κουρελιάζω: Kατασκισμένο βιβλίο / σεντόνι. 2. προξενώ σε κπ. πολλές αμυχές ή σκισίματα στο δέρμα: Kατασκίστηκαν τα πόδια μου από τα αγκάθια / τα καρφιά. [-σκ-: κατα- σκίζω· -σχ-: λόγ. επίδρ. (πρβ. αρχ. κατασχίζω `κόβω στα δύο΄)]