Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατασβεστήρας ο [katazvestíras] Ο2 : (τεχν.) πυροσβεστήρας.
[λόγ. κατασβεσ- (αρχ. κατασβέννυμι, δες στο κατασβήνω) -τήρ > -τήρας απόδ. γαλλ. extincteur]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. κατασβεσ- (αρχ. κατασβέννυμι, δες στο κατασβήνω) -τήρ > -τήρας απόδ. γαλλ. extincteur]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |