Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασβεστήρας
1 εγγραφή
κατασβεστήρας ο [katazvestíras] Ο2 : (τεχν.) πυροσβεστήρας.

[λόγ. κατασβεσ- (αρχ. κατασβέννυμι, δες στο κατασβήνω) -τήρ > -τήρας απόδ. γαλλ. extincteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες