Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταρρέω
1 εγγραφή
καταρρέω [kataréo] Ρ αόρ. κατέρρευσα, απαρέμφ. καταρρεύσει : 1α. (για πργ.) πέφτω, σωριάζομαι σε ερείπια, γκρεμίζομαι τελείως: Aπό το σεισμό κατέρρευσε μία γέφυρα. H στέγη κατέρρευσε από το βάρος του χιονιού. Εγκαταλειμμένα χωριά με σπίτια που καταρρέουν. β. (για πρόσ.) πέφτω κάτω, σωριάζομαι εξαιτίας μεγάλης σωματικής αδυναμίας: Περπατούσε με δυσκολία και ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. || (επέκτ.) χάνω τις δυνάμεις μου, υφίσταμαι μεγάλη σωματική φθορά: Kατέρρευσε από την αρρώστια. Γέρασε πολύ, άρχισε να καταρρέει. 2. (μτφ.) α. χάνω εντελώς τις ψυχικές δυνάμεις μου: Δεν άντεξε στη συμφορά και κατέρρευσε. Ο κατηγορούμενος κατέρρευσε ύστερα από πολύωρη ανάκριση και ομολόγη σε. β. για κτ. που παύει να υπάρχει ή να ισχύει ύστερα από ολοκληρωτι κή καταστροφή ή αποτυχία: Ύστερα από την τελευταία επίθεση το μέτω πο του εχθρού κατέρρευσε. Tα απολυταρχικά καθεστώτα κατέρρευσαν το ένα μετά το άλλο. Kαταρρέουν οι ηθικές αξίες. Kατέρρευσαν όλες οι ελπίδες μας, χάθηκαν. Οι ελπίδες τους καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος, για να δηλώσουμε την αιφνίδια και πλήρη αποτυχία ή καταστροφή. || για κτ. που παρουσιάζει καταστρεπτική πτώση ή κάμψη: Kαταρρέει το δολάριο / η δραχμή. Kαταρρέει η οικονομία μας.

[λόγ. < αρχ. καταρρέω `χύνομαι κάτω, πέφτω σε ερείπια΄ & σημδ. γαλλ. écrouler, s΄écrouler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες