Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταρράκτης
2 εγγραφές [1 - 2]
καταρράκτης 1 ο [kataráktis] & καταρράχτης ο [kataráxtis] Ο10 : 1. απότομη συνήθ. και κατακόρυφη πτώση των νερών ενός ποταμού, από μεγάλο ύψος και καμιά φορά κλιμακωτά, που προκαλείται από την πολύ μεγάλη κλίση της κοίτης του: Οι καταρράχτες του Nιαγάρα / της Έδεσσας. Φυσικός / τεχνητός ~. (έκφρ.) άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού, άρχισε καταρρακτώδης, ραγδαία βροχή. 2. (μτφ.) χείμαρρος2.

[λόγ. < ελνστ. καταρράκτης, αρχ. σημ.: `απόκρημνος΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

καταρράκτης 2 ο : (ιατρ.) θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού ή του περιφακίου του οφθαλμού, με αποτέλεσμα την ελάττωση της οπτικής οξύτητας: Συγγενής / τραυματικός / γεροντικός ~. Ο ~ είναι ώριμος, έχει σκληρύνει αρκετά και μπορεί να χειρουργηθεί.

[λόγ. < γαλλ. cataracte (στη νέα σημ.) < λατ. cataracta < ελνστ. καταρράκτης στη σημ.: `φράγμα΄ (επειδή δίνει την εντύπωση φράγματος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες