Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταριέμαι
1 εγγραφή
καταριέμαι [katarjéme] Ρ10.4β μππ. καταραμένος* : 1. εκφράζω με κατάρες την επιθυμία μου να πάθει κάποιο κακό ένα μισητό σ΄ εμένα πρόσωπο. ANT εύχομαι: Tον καταράστηκα να πάθει όσα μου έκανε. Δεν μπορεί να δει άσπρη μέρα, λες και τον καταράστηκαν. Ποιος με καταράστηκε και βασανίζομαι έτσι; 2. για να εκφράσουμε με πολύ έντονο τρόπο την αγανάκτηση ή τη μεταμέλειά μας για κτ. που έγινε ή που συμβαίνει. ANT ευλογώ3: ~ τη μοίρα μου που με έκανε φτωχό. Kαταριέται την ώρα και τη στιγμή που δέχτηκε να τον παντρευτεί / την ώρα που γεννήθηκε.

[αρχ. καταρ(ῶμαι) μεταπλ. -ιέμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες