Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπαύω
1 εγγραφή
καταπαύω [katapávo] Ρ αόρ. κατέπαυσα, απαρέμφ. καταπαύσει : παύω, σταματώ (κτ.) εντελώς ή και οριστικά, κυρίως για κτ. δυσάρεστο: Aκόμη δεν κατέπαυσε ο θόρυβος από το ένα σκάνδαλο και δημιουργήθηκε και άλλο. Γίνονται διαπραγματεύσεις για να καταπαύσουν οι εχθροπραξίες. || (λόγ.): Iσχυρά φάρμακα που καταπαύουν τους πόνους.

[λόγ. < αρχ. καταπαύω `βάζω τέλος΄ & σημδ. γαλλ. cesser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες