Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπέλτης
1 εγγραφή
καταπέλτης ο [katapéltis] Ο10 : 1α. στην αρχαιότητα, πολεμική εκτοξευτι κή μηχανή με την οποία εκσφενδόνιζαν βέλη, λίθους ή άλλου είδους βλήματα: Kαταπέλτες, πολιορκητικοί κριοί και άλλες πολεμικές μηχανές. β. μηχανική κατασκευή εφοδιασμένη με εκτοξευτήρες, στο διάδρο μο απογείωσης αεροπλανοφόρου, που δίνει στο αεροπλάνο την ταχύτητα που χρειάζεται για την απογείωση. 2. είδος μπουκαπόρτας1 σε οχηματαγωγό πλοίο. 3. (μτφ.) για κτ. που είναι απόλυτα καταδικαστικό, έντονα επικριτικό: H κατάθεση του μάρτυρα ήταν ~ για τον κατηγορούμενο. Tο κύριο άρθρο της εφημερίδας ήταν ~ για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.

[λόγ. < ελνστ. καταπέλτης (στη σημ. 1α), συχνή γρ. σε χγφ. του αρχ. καταπάλτης (1β: σημδ. αγγλ. catapult < λατ. catapulta < αρχ. καταπάλτης, ελνστ. καταπέλτης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες