Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπάνω
1 εγγραφή
καταπάνω [katapáno] & κατεπάνω [katepáno] επίρρ. τοπ. : κατευθείαν πάνω σε κπ. ή σε κτ.: Tρέξαμε ~ του. Έπεσε ~ στον τοίχο. || για να δηλώ σουμε κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε ~ του. || προς τα πάνω, κατά πάνω*.

[μσν. καταπάνω, κατεπάνω < κατα- απάνω, επάνω με αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες