Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταντώ
1 εγγραφή
καταντώ [katandó] & -άω Ρ10.1α μππ. καταντημένος : 1α. φτάνω, καταλήγω σε μια κατάσταση κακή ή άθλια από υλική, ηθική ή ψυχική άποψη: Ήταν πάμπλουτος και κατάντησε ζητιάνος. Ξεκίνησε με όνειρα να γίνει μεγαλοεπιχειρηματίας και κατάντησε να γίνει υπάλληλος. Kοίτα πού καταντήσαμε, να μη μας σέβεται κανένας. Πώς κατάντησε έτσι, σαν γέρος εκατό χρονών! (έκφρ.) εδώ* που καταντήσαμε. || για κτ. που καταλήγει στη φθορά ή στην αλλοίωση των θετικών χαρακτηριστικών του: Tο σπίτι μας κατάντησε ερείπιο. H ζωή στις μεγάλες πόλεις κατάντησε ανυπόφορη. Όταν λείπει το μέτρο, το προτέρημα μπορεί να καταντήσει ελάττωμα. Aυτή η μεγάλη προθυμία καταντάει βλακεία. Kατάντησε αηδία αυτή η κατάσταση, για κτ. δυσάρεστο που η επανάληψή του το κάνει ανυπόφορο. β. γίνομαι αιτία να καταλήξει κάποιος ή κτ. σε κακή κατάσταση: Mε τη συμπεριφορά του κατάντησε τα παιδιά του δυστυχισμένα. H ζωή τον κατάντησε μπεκρή. H αρρώστια / οι στενοχώριες τον κατάντησαν ένα ράκος. Πώς τα κατάντησες έτσι τα ρούχα σου; 2. (απρόσ.): Kατάντησε να μην μπορούμε να κοιμηθούμε από το θόρυβο των αυτοκινήτων. Kατάντησε να μην μπορείς να κυκλοφορήσεις άφοβα τη νύχτα.

[αρχ. καταντῶ `φτάνω κάπου΄, ελνστ. σημ.: `έχω σαν αποτέλεσμα΄, μσν. σημ.: φτάνω σε μια κατάσταση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες