Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταναλίσκω [katanalísko] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) καταναλώνω: Στην Ελλάδα καταναλίσκουμε πολύ λάδι. || (μτφ.): Kαταναλίσκεται πολύ χρήμα και πολύς χρόνος για τη μόρφωσή μας.
[λόγ. < αρχ. καταναλίσκω]