Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταμετρώ
1 εγγραφή
καταμετρώ [katametró] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11 : (τεχν.) μετρώ κτ. (μήκος, εμβαδόν, όγκο, αριθμό κτλ.) με ακρίβεια, συνήθ. με τη βοήθεια ειδικών οργάνων ή μεθόδων: Tοπογράφοι καταμέτρη σαν τα οικόπεδα / τις δημόσιες εκτάσεις. Οι ψήφοι δεν καταμετρήθηκαν ακόμη.

[λόγ. < αρχ. καταμετρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες