Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταμετρητής ο [katametritís] Ο7 θηλ. καταμετρήτρια [katametrítria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. άτομο που έχει αναλάβει κάποια καταμέτρηση: Οι καταμετρητές των ψήφων άρχισαν το έργο τους. 2. όργανο για την καταμέτρηση επιφανειών, όγκων ή άλλων μεγεθών: Kαταμετρητές ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕH.
[λόγ. καταμετρη- (καταμετρώ) -τής· λόγ. καταμετρη(τής) -τρια]