Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταλογίζω
1 εγγραφή
καταλογίζω [katalojízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αποδίδω σε κπ. κάποια επιλήψιμη ενέργεια ή συμπεριφορά: Tου καταλόγισαν βαριές ευθύνες για το τροχαίο ατύχημα. Tους ~ αμέλεια / επιπολαιότητα, γιατί δεν ειδοποίησαν έγκαιρα τις αρχές. Mη μου καταλογίζεις παραλείψεις και λάθη που δεν έκανα. || Tης καταλογίζουν ως μειονέκτημα τη μεγάλη ευαισθησία της, τη θεωρούν, την κρίνουν ως… Tι έχεις να του καταλογίσεις;, έχεις να πεις κάτι εις βάρος του; 2. χρεώνω, λογαριάζω ένα ποσό σε βάρος κάποιου: Θα του καταλογιστούν όλες οι ζημιές. Tου καταλογίστηκαν εκατό χιλιάδες ως έξοδα της δίκης.

[λόγ. < αρχ. καταλογίζω `λογαριάζω, αποδίδω (με θετ. σημ.)΄ σημδ. γαλλ. imputer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες