Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταληκτικός
1 εγγραφή
καταληκτικός -ή -ό [kataliktikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην κατάληξη, για κτ. με το οποίο λήγει, τελειώνει κτ.: Σύμβαση με καταληκτική ημερομηνία την τριακοστή Iουνίου. Kαταληκτική συμφωνία, με την οποία λήγει κάποια σύμβαση. 2. ANT ακατάληκτος. α. (μετρ.) καταληκτικό μέτρο / ~ στίχος, που έχει τον τελευταίο πόδα ελλιπή κατά μία ή δύο συλλαβές, όπως π.χ. ο δακτυλικός εξάμετρος, ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κτλ. β. (αρχ. ελλην. γραμμ.) για τριτόκλιτο όνομα που σχηματίζει την ονομαστική του ενικού με την κατάληξη -ς, π.χ. γίγας, στάχυς.

[λόγ. < ελνστ. καταληκτικός (μετρ. σημ.) & κατά τις σημ. της λ. καταλήγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες