Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταλείπω
1 εγγραφή
καταλείπω [katalípo] -ομαι Ρ αόρ. κατέλιπα (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αφήνω, κληροδοτώ κτ.

[λόγ. < αρχ. καταλείπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες