Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταλαμβάνω
1 εγγραφή
καταλαμβάνω [katalamváno] -ομαι Ρ αόρ. κατέλαβα, απαρέμφ. καταλάβει, παθ. αόρ. καταλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατελήφθη, κατελήφθησαν, απαρέμφ. καταληφθεί, μππ. κατειλημμένος* : 1α. γίνομαι κύριος μιας στρατιωτικής θέσης, κατά τη διάρκεια πολεμικής επιχείρησης, ή μιας ανεξάρτητης χώρας ύστερα από την επιτυχή έκβαση ενός επιθετικού πολέμου: Ο στρατός έκανε επίθεση εναντίον των εχθρικών οχυρών και τα κατέλαβε. Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα τον Aπρίλιο του 1941. β. εγκαθίσταμαι σε ένα χώρο αυθαίρετα ή με δυναμικά μέσα και αρνούμαι να απομακρυνθώ από αυτόν: Πολίτες κατέλαβαν το οικόπεδο για να χτίσουν σχολείο. Οι απεργοί απειλούν να καταλάβουν το εργοστάσιο, αν γίνουν απολύσεις. || (περιπαιχτικά) θεωρώ ότι δε μου αρκεί κάποιος χώρος και έχω τάσεις να επεκταθώ: Σιγά σιγά θα καταλάβεις όλα τα γραφεία· συγκέντρωσε τα πράγματά σου στο χώρο σου. γ. (λόγ.) συλλαμβά νω ξαφνικά κπ. να κάνει κτ., συνήθ. στις εκφράσεις ~ κπ. εξαπίνης / εξ απροόπτου, τον πιάνω, τον βρίσκω απροετοίμαστο να αντιδράσει, να με αντιμετωπίσει. 2α. παίρνω μια θέση, ένα αξίωμα, τοποθετούμαι κάπου: Kατέλαβε τη θέση του διευθυντή / τα ύπατα αξιώματα. Kατέλαβε την εξουσία πραξικοπηματικά. H Ελλάδα κατέλαβε την πρώτη θέση σε διεθνή μουσικό διαγωνισμό. β. καλύπτω μια τοπική ή χρονική έκταση: Οι εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου μας καταλαμβάνουν έκταση πολλών στρεμμάτων, πιάνουν. Οι θεατές κατέλαβαν τις θέσεις τους, πήραν. Tο άρθρο του καταλαμβάνει πέντε σελίδες, πιάνει. Iστορικό εγχειρίδιο που καταλαμβάνει περίοδο τριών αιώνων, εκτείνεται. 3. (μτφ.) για συναίσθη μα ή αίσθημα πολύ δυνατό· κυριεύω: Tον έχει καταλάβει απελπισία / η μανία του πλουτισμού, τον έχει πιάσει. Έχει καταληφθεί από ενθουσιασμό / από απογοήτευση.

[λόγ.: 1α, γ: αρχ. καταλαμβάνω· 1β, 2: σημδ. γαλλ. occuper· 3: σημδ. γαλλ. emparer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες