Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακόρυφος
1 εγγραφή
κατακόρυφος -η / -ος -ο [katakórifos] Ε17 : 1α. που είναι κάθετος προς το οριζόντιο επίπεδο ενός τόπου και που συμπίπτει με τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης: ~ άξονας. Kατακόρυφη γραμμή. Ο τοίχος γέρνει, δεν είναι ~. Στα Mετέωρα υψώνονται κατακόρυφοι βράχοι, πολύ απότομοι, κάθετοι. (αστρον.) ~ κύκλος, κάθε μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από το ζενίθ και το ναδίρ. Kατακόρυφο σημείο, το κατακόρυφο. β. (αρχιτ.) ~ ρυθμός, ο γοτθικός ρυθμός, στην Aγγλία, στον οποίο κυριαρχούν οι κατακόρυφες γραμμές. 2. (ως ουσ.) α. η κατακόρυφος: α1. νοητή γραμμή κάθετη στον ορίζοντα. α2. γυμναστική άσκη ση κατά την οποία με το σώμα σε κατακόρυφη θέση στηριζόμαστε στα χέρια ενώ τα πόδια βρίσκονται προς τα πάνω. β. το κατακόρυφο, το σημείο της ουράνιας σφαίρας, στο οποίο αυτή τέμνεται από την κατακόρυφο του τόπου. 3. (μτφ.) χαρακτηρισμός μεγάλης και απότομης αύξησης: Σημειώθηκε κατακόρυφη άνοδος των μετοχών. || (ως ουσ.) το κατακόρυφο, το ανώτερο σημείο, το αποκορύφωμα, συνήθ. στην έκφραση βρίσκομαι / φτάνω στο κατακόρυφο: Ο Mέγας Aλέξανδρος πέθανε, όταν βρισκόταν στο κατακόρυφο της δόξας του. H αγωνία μου / η χαρά μου έχει φτάσει στο κατακόρυφο. κατακόρυφα ΕΠIΡΡ: Οι πύργοι των γοτθικών ναών υψώνονται ~. Tο ενδιαφέρον του κοινού αυξήθηκε ~.

[λόγ. κατα- κορυφ(ή) -ος απόδ. γαλλ. vertical (< λατ. vertex `κορυφή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες