Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακόκκινος -η -ο [katakókinos] Ε5 : που είναι εντελώς κόκκινος. α. για κτ. που έχει έντονο κόκκινο χρώμα ή που είναι μόνο κόκκινο, χωρίς το συνδυασμό και άλλων χρωμάτων: Έβαψε τα χείλη της κατακόκκινα. Ο ήλιος όταν δύει γίνεται ~. H φούστα είναι κατακόκκινη κι η μπλούζα ρι γέ. β. για κπ. που το πρόσωπό του είναι κατακόκκινο: Έγινε ~ από θυμό / από την ντροπή / από τη ζέστη.
[μσν. κατακόκκινος < κατα- κόκκινος]