Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακυρώνω
1 εγγραφή
κατακυρώνω [katakiróno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) αναγνωρίζω σε κπ. το δικαίωμα να κατέχει κτ., με δικαστική ή με διοικητική πράξη, ειδικότερα σε δημοπρασία, αναγνωρίζω στον πλειοδότη την κυριότητα κινητού ή ακίνητου πράγματος: Ο πίνακας / το οικόπεδο κατακυρώθηκε στον πλειοδότη. Ο διαγωνισμός για την κατασκευή του αεροδρομίου κατακυρώθηκε στη μειοδότρια εταιρεία. Tο εκλογοδικείο κατακύρωσε τη βουλευτική έδρα στο (τάδε) κόμμα.

[λόγ. < αρχ. κατακυρ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες