Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακραυγή
1 εγγραφή
κατακραυγή η [katakravjí] Ο29 : έντονη αποδοκιμασία: Tα νέα οικονομικά μέτρα ξεσήκωσαν τη γενική / τη λαϊκή ~. Διεθνής ~ για την εισβολή ξένων στρατευμάτων σε κυρίαρχη χώρα. Εγκατέλειψε τα παιδιά της και προκάλεσε την ~ συγγενών και φίλων.

[λόγ. < μσν. κατακραυγή `ισχυρή κραυγή΄ < αρχ. κατακραυγ(άζω) `ξεπερνώ σε κραυγές΄ (αναδρ. σχημ. κατά το κραυγάζω - κραυγή) σημδ. γαλλ. clameur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες