Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακρατώ [katakrató] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (νομ.) α. στερώ από κπ. τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα με την επιβολή περιοριστικών μέτρων, χωρίς ο νόμος να μου δίνει αυτό το δικαίωμα. β. κρατώ στην κατοχή μου παράνομα κτ. που δε μου ανήκει: Ο υπάλληλος κατηγορείται ότι κατακράτησε υπηρεσιακά έγγραφα. 2. (επιστ.) για κτ. που συγκρατεί κάποιες ουσίες και δεν τις αποβάλλει: Tο έδαφος κατακρατεί τα μεταλλικά άλατα του νερού.
[λόγ. < αρχ. κατακρατῶ `επικρατώ΄ σημδ. 1α: γαλλ. détenir· 1β, 2: γαλλ. retenir]