Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακράτηση
1 εγγραφή
κατακράτηση η [katakrátisi] Ο33 : η ενέργεια του κατακρατώ. 1. (νομ.) α. παράνομη ~, η στέρηση της ελευθερίας ενός ατόμου από άλλα άτομα ή από κρατικά όργανα, με φυλάκιση ή με άλλον τρόπο. β. η μη απόδοση πράγματος που δε μου ανήκει: Bαρύνεται με το αδίκημα της κατακράτησης χρημάτων του δημοσίου / ξένων κινητών περιουσιακών στοιχείων. 2. (επιστ.) η μη αποβολή ουσιών από ένα σώμα: H ~ ούρων / υγρών από τον οργανισμό του ανθρώπου.

[λόγ. < ελνστ. κατακράτη(σις) `καθυπόταξη΄ -ση, σημδ.: 1: γαλλ. détention· 2: γαλλ. rétention]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες