Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακαίω [katakéo] -ομαι & κατακαίγω [katakéγo] -ομαι Ρ (βλ. και καίω) αόρ. κατέκαψα και κατάκαψα και καταέκαψα, απαρέμφ. κατακάψει, παθ. αόρ. κατακάηκα, απαρέμφ. κατακαεί, μππ. κατακαμένος : 1. καίω κπ. ή κτ. πολύ ή εντελώς: Ο εχθρός κατέκαψε πόλεις και χωριά. Kατακάηκε το δάσος. Kατακάηκε από το βραστό νερό / από την καυτή σού πα, ζεματίστηκε. Mε κατάκαψε ο ήλιος, με κοκκίνισε ή με μαύρισε πολύ. 2. (μτφ.) για δυνατό συναίσθημα που βασανίζει κπ.: Tο μαράζι μού κατα καίει την καρδιά. Ο πόθος της ελευθερίας κατέκαψε τις ψυχές των σκλάβων. || Όταν τον είδα κατακάηκα, γιατί του χρωστάω τα νοίκια, αισθάνθηκα πολύ άσχημα, ζεματίστηκα.
[αρχ. κατακαίω· ανάπτ. [γ] για αποφυγή της χασμ. κατά το καίγω]