Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακέφαλος
1 εγγραφή
κατακέφαλος ο [katakéfalos] Ο20 : χτύπημα στο κεφάλι με το χέρι· κατακεφαλιά: Πρόσεξε, γιατί θα φας έναν κατακέφαλο!

[φρ. κατά κεφάλ(ι) -ος (πρβ. ελνστ. κατακέφαλος `με το κεφάλι προς τα κάτω΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες