Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακέφαλος ο [katakéfalos] Ο20 : χτύπημα στο κεφάλι με το χέρι· κατακεφαλιά: Πρόσεξε, γιατί θα φας έναν κατακέφαλο!
[φρ. κατά κεφάλ(ι) -ος (πρβ. ελνστ. κατακέφαλος `με το κεφάλι προς τα κάτω΄)]